- σκευοφορώ
- -έω, Α [σκευοφόρος]φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν.β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» — έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.