σκευοφορώ

σκευοφορώ
-έω, Α [σκευοφόρος]
φέρω αποσκευές, είμαι σκευοφόρος (α. «ἐθέλοις ἂν... τὴν γυναῑκά σου ἀκοῡσαι ὅτι σκευοφορεῑς», Ξεν.
β. «σκευοφορεῑσθαι καμήλοις» — έχω στη διάθεσή μου καμήλες για τη μεταφορά τών αποσκευών και άλλων πραγμάτων, Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκευοφόρῳ — σκευόφορος carrying masc/fem/neut dat sg σκευοφόρος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευηφορώ — έω, Α βλ. σκευοφορῶ …   Dictionary of Greek

  • συσκευοφορώ — έω, Α φέρω τον εξοπλισμό μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σκευοφορῶ «φέρω τα σκεύη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”